- λειχήνη
- λειχήν-η, ἡ,A = μυρτάκανθον, Dsc.4.144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειχήνη — λειχήνη, ἡ (ΑM) μσν. λειχήνα αρχ. είδος φυτού, ο μυρτάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λειχήν κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
λειχήνην — λειχήνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… … Dictionary of Greek